- αρχισυναγωγός
- Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη δημόσια λατρεία και μεριμνούσε για τη συντήρηση του κτιρίου της συναγωγής. Συνήθως, για κάθε συναγωγή οριζόταν ένας α., μερικές φορές όμως μνημονεύονται για την ίδια συναγωγή και περισσότεροι. Αργότερα o τίτλος απέκτησε καθαρά τιμητική σημασία και δινόταν επίσης σε ανήλικα παιδιά και γυναίκες. Είναι αξιοσημείωτο ότι o τίτλος αυτός αναφέρεται και από τους εθνικούς.
* * *ἀρχισυναγωγός, -όν (Μ)αυτός που φέρνει ένωση και ομόνοια, ο κατεξοχήν συμφιλιωτικός («τὴν θείαν καὶ ἀρχισυναγωγὸν εἰρήνην ἀνευφημήσωμεναὕτη γάρ ἐστιν ἡ πάντων ἑνωτική»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι-* + συναγωγός, -όν < συνάγω].
Dictionary of Greek. 2013.